Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η ολλανδική «ασθένεια» της ελληνικής οικονομίας

Για να παραγάγει η χώρα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα απαιτούνται ευρείες μεταρρυθμίσεις. Μέγιστο πρόβλημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις η ταχεία απαλλαγή τους από την εγχώρια δημοσιονομική μέγκενη, αλλά και η χρηματοοικονομική διεθνοποίησή τους. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Η ολλανδική «ασθένεια» της ελληνικής οικονομίας

Οι εγχώριοι «σταυροφόροι» της αντιπαγκοσμιοποίησης θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο σημερινός οικονομικός κόσμος δεν είναι μόνον παγκοσμιοποιημένος, αλλά βρίσκεται και σε υψηλό επίπεδο πολυπλοκότητας. Ίσως δε αυτό το τελευταίο να είναι ένα από τα πιο αδρά χαρακτηριστικά του.

Υπό αυτήν την έννοια, η τόσο επιθυμητή πλέον εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, ως προς το παραγωγικό της σκέλος, κάθε άλλο παρά εύκολη και απλή υπόθεση είναι – ιδιαίτερα όταν, κατά ένα μέρος, η σημερινή κρίση της οικονομίας μας, πέρα από το υπέρογκο χρέος της, έχει και σημαντικά διαρθρωτικά γνωρίσματα που κάποιοι στο παρελθόν παρέκαμπταν με απίστευτη επιπολαιότητα.

Αν το 2008 η Ελλάδα εισήλθε στην πλέον δραματική κρίση της Ιστορίας της, δεν οφείλεται μόνον στον άκριτο καταναλωτικό δανεισμό της – μέσω του οποίου, εξάλλου, είχε δημιουργηθεί και μία εικόνα «πλασματικής ανάπτυξης», που οδηγούσε κάποιους στο συμπέρασμα ότι η οικονομία μας ήταν «θωρακισμένη».

Συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Από διαρθρωτικής πλευράς, η οικονομία τελούσε υπό κατάρρευση γιατί η δυνατότητά της να παράξει διεθνώς ανταγωνιστικά εμπορεύσιμα προϊόντα ήταν μηδαμινή και, ακόμα χειρότερα, η χώρα δεν έκανε τίποτε απολύτως για να βελτιώσει την κατάσταση αυτή. Με άλλα λόγια, αντί να αξιοποιήσει παραγωγικά τη –με διάφορα τεχνάσματα– ένταξή της στην ευρωζώνη, χρησιμοποίησε τον εξαιρετικά χαμηλότοκο δανεισμό που της προσέφεραν οι συνθήκες για να υπερκαταναλώνει εις βάρος της παραγωγής και της εξωστρέφειάς της.

Έτσι, όπως παλαιότερα υποστήριζε ο καθηγητής Γιάννης Σπράος και σήμερα τονίζει ο οικονομολόγος Χρήστος Α. Ιωάννου, η ελληνική οικονομία πάσχει από την πιο σοβαρή εκδοχή του φαινομένου που στη διεθνή βιβλιογραφία αποκαλείται «ολλανδική ασθένεια». Η τελευταία συνίσταται στη συρρίκνωση των παραγωγικών μεταποιητικών δυνατοτήτων μιας οικονομίας για ανταγωνιστικά διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, λόγω της αυξημένης εκμετάλλευσης φυσικών πόρων – που στην ολλανδική περίπτωση ήταν το φυσικό αέριο της Βόρειας Θάλασσας.

Στη χώρα μας, αιτία της «ολλανδικής ασθένειας» υπήρξαν ο δανεισμός και η ένταξή μας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) που, αντί να τονώσουν την παραγωγική μηχανή και την εξωστρέφειά της, ενίσχυσαν τη μεταπρατική δραστηριότητα στις πωλήσεις αγαθών πολυτελείας και ακριβών οχημάτων.

Προέκυψε έτσι «δανειοκαταναλωτική» φούσκα, με σχεδόν ανύπαρκτη παραγωγική βάση, ενώ την ίδια περίοδο τεράστια κέρδη που είχαν προκύψει από τη χρηματιστηριακή φούσκα του 1999 φυγαδεύονταν εκτός Ελλάδος, εις βάρος της εγχώριας αποταμίευσης και των επενδύσεων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν από αυτήν. Την ίδια περίοδο, και ενώ η Ελλάδα της ΟΝΕ προετοίμαζε τη χρεοκοπία της, οι διαδοχικές κυβερνήσεις αγνοούσαν επιδεικτικά και προκλητικά διεθνείς ανακατατάξεις και αναδιαρθρώσεις που και αυτές, με αφετηρία την ύπαρξη ενιαίου νομίσματος στην Ευρώπη, έκαναν πιο πολύπλοκη και εντονότατα ανταγωνιστική τη διεθνή οικονομική πραγματικότητα.

Από την άποψη αυτή, το περίφημο «λάθος» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έγκειται στο ότι οι τεχνοκράτες του υποτίμησαν το εύρος της «ολλανδικής ασθένειας» στην Ελλάδα και αγνόησαν πλήρως τις προεκτάσεις της στις ατομικές, κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές. Έτσι, η Ελλάδα ενεπλάκη σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο πολύ δύσκολα θα βγει χωρίς την απαραίτητη αρετή και τόλμη. Ιδιαίτερα δε σήμερα που η πολυπλοκότητα προσλαμβάνει και ισχυρές γεωπολιτικές διαστάσεις, η «ελληνική ιδιαιτερότητα» γίνεται πραγματική ωρολογιακή βόμβα για Έλληνες και λοιπούς Ευρωπαίους.

Όπως τονίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Τζάσμιν Τζεφ Λυν, η πολυπολικότητα –δηλαδή, το ότι υπάρχουν περισσότεροι από δύο πόλοι ανάπτυξης– έχει αποτελέσει κατά καιρούς βασικό γνώρισμα της παγκόσμιας οικονομίας. Ποτέ όμως στη σύγχρονη ιστορία δεν έχει συμβεί οι αναπτυσσόμενες χώρες να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενός πολυπολικού οικονομικού συστήματος. Αυτό το μοτίβο όμως πρόκειται να αλλάξει. Έως το 2025, έξι αναπτυσσόμενες οικονομίες (Κίνα, Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία, Νότια Κορέα και Ρωσία) θα συμβάλουν μαζί κατά 50% στην παγκόσμια ανάπτυξη.

Έως τότε, το πιθανότερο είναι ότι το διεθνές νομισματικό σύστημα δεν θα κυριαρχείται από ένα και μόνο νόμισμα. Οι εταιρείες του αναπτυσσόμενου κόσμου, οι οποίες αναζητούν ευκαιρίες ανάπτυξης στο εξωτερικό και ενθαρρύνονται προς αυτήν την κατεύθυνση από συγκεκριμένες πολιτικές στο εσωτερικό των κρατών, αναμένεται να διαδραματίσουν κυρίαρχο ρόλο στην παγκόσμια επιχειρηματική δραστηριότητα και στις διασυνοριακές επενδύσεις, ενώ τα τεράστια αποθέματα κεφαλαίων εντός των συνόρων τους θα επιτρέψουν στις αναδυόμενες οικονομίες να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στις χρηματοοικονομικές αγορές.

Στο πλαίσιο αυτής της πρωτόγνωρης οικονομικής πραγματικότητας, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς οι δυναμικές αναδυόμενες οικονομίες ετοιμάζονται να αναλάβουν το πηδάλιο της παγκόσμιας οικονομίας, καθίσταται αναγκαία η επανεξέταση της συμβατικής προσέγγισης στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση. Η υφιστάμενη προσέγγιση βασίζεται σε τρεις υποθέσεις: στη συσχέτιση μεταξύ της συγκεντρωμένης οικονομικής δύναμης και της σταθερότητας, στον άξονα των κεφαλαιακών ροών μεταξύ Βορρά-Νότου και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του αμερικανικού δολαρίου.

Όπως είναι επόμενο, οι εξελίξεις αυτές ενισχύουν την ήδη σε εξέλιξη διαδικασία της δημιουργίας ενός οικονομικού ευρωατλαντικού ΝΑΤΟ, από τη μια μεριά, όμως, από την άλλη, οδηγούν και προς ριζικές επιχειρηματικές αναθεωρήσεις. Διότι είναι γνωστό και σαφές ότι, όταν η παγκόσμια οικονομία γίνεται ολοένα και πιο πολυπολική, αλλάζει και ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται η διεθνής επιχειρηματική δραστηριότητα. Μία σειρά δυναμικών εταιρειών από τις αναδυόμενες αγορές βαδίζουν ολοταχώς προς την κατάκτηση της ηγετικής θέσης του κλάδου τα επόμενα έτη – όπως έκαναν οι επιχειρήσεις των προηγμένων κρατών τα προηγούμενα 50 χρόνια. Τα επόμενα χρόνια, οι εταιρείες αυτές θα ασκήσουν πιέσεις για οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα από την οποία προέρχονται, επισπεύδοντας έτσι την ενσωμάτωση των αναδυόμενων κρατών στο παγκόσμιο εμπόριο και στις συναφείς χρηματοοικονομικές δραστηριότητες.

Δεν χωρά λοιπόν καμία αμφιβολία ότι, σε μία εποχή όπου το διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον παρουσιάζεται εξαιρετικά πολύπλοκο και ανταγωνιστικό, οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται μόνες τους στο πέλαγος με βάρκα την ελπίδα. Και βέβαια, λύση στα προβλήματά τους δεν είναι ούτε η έξοδος της χώρας από την ευρωζώνη, ούτε και η απομάκρυνσή της από την Ευρώπη. Εξάλλου, πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν συναφή προβλήματα και αναζητούν τρόπους να τα ξεπεράσουν, δίνοντας και αυτές έμφαση στην εξωστρέφειά τους – πλην όμως, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι επιχειρήσεις δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια μακροοικονομικά προβλήματα που πλήττουν τις ελληνικές.

Στις προβληματικές χώρες της ευρωζώνης, τα προβλήματα του χρέους τους δεν είναι ίδια με τα αντίστοιχα ελληνικά. Με βάση την οικονομική θεωρία, οι χώρες αυτές έχουν «καλό» και όχι «κακό» χρέος. Με απλά λόγια, το χρέος τους δεν προκύπτει από υπερκατανάλωση χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα, αλλά από αυξημένη παραγωγική δραστηριότητα που δεν ήταν ορθολογικά συντονισμένη. Γι' αυτόν τον λόγο, η Πορτογαλία, για παράδειγμα, μπήκε πολύ γρηγορότερα στη διεθνή αγορά απ' ό,τι η Ελλάδα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, μέγιστο πρόβλημα για τις άξιες λόγου ελληνικές επιχειρήσεις είναι η ταχεία απαλλαγή τους από την εγχώρια δημοσιονομική μέγκενη και η ταυτόχρονη χρηματοοικονομική διεθνοποίησή τους.

Κοντολογίς, στο μέτρο που με χίλια βάσανα η κυβέρνηση έχει σταθεροποιήσει την εσωτερική δημοσιονομική κατάσταση, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα πρέπει να αναζητήσουν κεφαλαιακή στήριξη εκτός Ελλάδος. Και αυτή η εκδοχή είναι σημαντικό μέρος της εξωστρέφειας.

Ωστόσο, η όποια προσπάθεια απαιτεί εδώ και τώρα ριζική θεσμική ανατροπή στη χώρα μας, η οποία όμως κάθε άλλο παρά ορατή είναι στον ορίζοντα –γεγονός το οποίο, από ψυχολογικής πλευράς, δεν γνωρίζουμε αν και κατά πόσον μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη για επενδύσεις και αναλήψεις κινδύνων.

 

*Ο κ. Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος είναι δημοσιογράφος, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων και Πρόεδρος του European Business Review (EBR). Μπορείτε να διαβάζετε τα άρθρα του στο www.europeanbusiness.gr και στο εβδομαδιαίο newsletter "EBR Confidential". 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v